dimanche 14 septembre 2014

Απάντηση στον Ιωάννη Αβέρω



Το μαχητικό και υπαινικτικό άρθρο με τίτλο: «Oι Έλληνες Βλάχοι και η Αρμάνικη Φάρα. Ποιοί είναι και τι επιδιώκουν με την προπαγάνδα τους οι Αρμάνοι»   που υπογράφεται από τον Ιωάννη Αβέρωφ και δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 9 Ιουλίου 2006, περιλαμβάνει μισές αλήθειες και μισά ψέματα, λάθη και κυρίως συντομευμένες παρουσιάσεις γεγονότων που χρειάζονται διευκρινήσεις. Θα περιοριστούμε να τις αναδείξουμε, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, αφού αλλού είναι η ουσία.


Ο συγγραφέας του ποιήματος που κάποιοι το ανήγαγαν σε ύμνο των Βλάχων – ποιήμα που αναθεματίζει εκείνους που ξέχασαν τη γλώσσα των προγόνων τους- γεννήθηκε υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Μαλόβιστε της Πρώην  Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και πέθανε ως γιουγκοσλάβος υπήκοος στο ίδιο χωριό που βρίσκεται κοντά στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Η σύντομη παραμονή του στο Βουκουρέστι, όπου είχε ένα μικρό εστιατόριο και η θέση του επιβλέποντα που είχε για μικρό διάστημα στο ρουμάνικο λύκειο του Μοναστηρίου δεν κάνουν τον Μπελιμάτσε (1848-1928)  « ρουμάνο δάσκαλο ... που το ποίημα του μεταφράστηκε στα βλάχικα για τις ανάγκες του έθνους».
Δεν είναι 2000 άτομα αλλά 4000 άτομα που συμμετείχαν στο Βουκουρέστι στη συνάντηση της 23ης Μαίου (που είναι η επέτειος του οθωμανικού διατάγματος του 1905 που αναγνωρίζει το Βλάχικο Μιλλέτι). Οι σύλλογοι που απαρτίζουν τη «Αρμάνικη Φάρα» αριθμούν περίπου 7000 μέλη. Οι αριθμοί αυτοί προέρχονται από τον ρουμάνικο τύπο που δεν υποστηρίζει αυτή την πρωτοβουλία. Διευκρινίζουμε ότι στην απογραφή του 2002, 26.387 άτομα δήλωσαν Βλάχοι, από τους οποίους 14.258 δήλωσαν τα βλάχικα ως μητρική γλώσσα. Η βλάχικη κοινότητα της Ρουμανίας, την εποχή αυτή, αριθμούσε περίπου 100.000 ανθρώπους. Δεν προέρχονται όλοι από τις οικογένειες που έφτασαν κατά την περίοδο 1924-1932 για να εγκατασταθούν στη Νότια Δοβρουτσά. 
Δεν είναι παράξενο ότι σε μια χώρα που η Άκρα Δεξιά αριθμούσε ένα τέταρτο των ψηφοφόρωνν στις εκλογές του 1937, υπάρχουν πολλοί φασίστες ανάμεσα στους Βλάχους. Άλλοι ήταν φιλελεύθεροι, άλλοι κομουνιστές και άλλοι οπαδοί του Αγροτικού Κόμματος. Όταν εστιάζουμε στους πρώτους εξαιτίας της μυθολογίας που καλλιέργησαν, για λόγους που τους ξεπερνούν, ανοίγουμε το δρόμο σε παρερμηνείες που προκαλούνται από συντομευμένες παρουσιάσεις γεγονότων.Στην πραγματικότητα, ο Αβέρωφ α ποδίδει τη «βλάχικη  αναγένηση» που διαπιστώνουμε στα Βαλκάνια μετά την αποκατάσταση της ελευθερίας της έκφρασης και της δημιουργίας συλλόγων, στη δεκαετία του 1990, σε μια συνομωσία που διαπλέκεται από τους  παλιούς φασίστες του 1930. Αυτή η εξήγηση είναι ανεπαρκής 
Στην πραγματικότητα, η «βλάχικη αναγέννηση» στην Ελλάδα προηγείται αυτής των πρώην κομμουνιστικών χωρών αν και είναι διαφορετικής μορφής. Από την δεκαετία του 1980, διαπιστώνουμε τον πολλαπλασιασμό των βλάχικων συλλόγων και των βλάχικων δημόσιων εκδηλώσεων στη Ελλάδα που συνοδεύεται από τη δήλωση των συμμετεχόντων, με λιγότερη ή περισσότερη έμφαση, ότι ανήκουν στον ελληνικό κόσμο. Στις άλλες χώρες, η πολιτισμική αναγέννηση εκδηλώθηκε με την επιβεβαιώση της ιδιαίτερης ταυτότητας και σε κάποιες περιπτώσεις με εθνικές διεκδικήσεις. Το φαινόμενο αυτό είναι νέο γιατί το ρουμάνικο κράτος δεν συμμετέχει και γιατί ο ρόλος του, την περίοδο που χρηματοδοτούσε τα ρουμάνικα σχολεία (μεταξύ 1864 και 1913 στις περιοχές υπό οθωμανική διοίκηση και μέχρι το 1945 στην Ελλάδα), έχει κατηγορηθεί. 
Έτσι φτάνουμε στις βασικές θέσεις του Ιωάννη Αβέρωφ, που τις χαιρετίζουμε για δυό λόγους: συμμετέχει στις αλλαγές που  συνέβησαν τα τελευταία χρόνια σε μια μερίδα των Βλάχων και προχωρεί στην  κριτική του βλάχικου εθνικισμού. Μπορούν όμως να υπάρξουν επιφυλάξεις, όσον αφορά τον τόνο που υιοθετεί, τις εξηγήσεις που δίνει και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. 
Από την μια μεριά, ο βλάχικος εθνικισμός αποδίδεται αποκλειστικά στη βλάχική προπαγάνδα, που την καταγγέλει με τους ίδιους όρους που καταγγέλεται η ρουμάνική προπαγάνδα μέχρι πρόσφατα στην  Ελλάδα, ενώ όπως ο ίδιος ομολογεί,  η διαφορά είναι σημαντική. Στη Ρουμανία σήμερα πολλοί Βλάχοι αισθάνονται διαφορετικοί και διεκδικούν καθεστώς εθνικής μειονότητας. Από την άλλη, η κριτική του βλάχικου εθνικισμού είναι προβληματική γιατί δε φτάνει μέχρι το τέλος της επιχειρηματολογίας που διατυπώνεται. Το λέμε καθαρά: η κριτική αυτή είναι από πολλές απόψεις δικαιολογημένη, κυρίως από την άποψη του συντάκτη αυτού του κειμένου, απόψη που δεν είναι μοναδική ανάμεσα σε εκείνους που συμμετέχουν στη «βλάχικη αναγέννηση» σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ναι, στα Βαλκάνια «αρεσκόμαστε συχνά στο μύθο, ο οποίος είναι θελκτικός και παρμυθητικός, ενώ η γνώση και η αυτογνωσία είναι συχνά οδυνηρές» και οι Βλάχοι δεν αποτελούν εξαίρεση από αυτόν  τον κανόνα. Στην πραγματικότητα,  «η καταγωγή δεν προκαθόρισε την ιστορική πορεία των Βλάχων, αλλά αντίστροφα η πορεία αυτής της εξέλιξης γέννησε τον αντίστοιχο προβληματισμό και για την όποια καταγωγή τους». Αυτό όμως ισχύει για όλες τις εθνικές συνιστώσες της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η αναφορά στον Ήλιο της Βεργίνας είναι εμβληματική. Προφανώς η «Αρμάνικη Φάρα» δε λέει ότι οι Βλάχοι είναι «οι μόνοι γνήσιοι απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων που δεν ήταν Έλληνες», όπως επιβεβαιώνει ο Ι.Αβέρωφ, αλλά πολλά από τα μέλη τους το σκέφτονται μέσα τους, και εδώ είμαστε στην καρδιά του εθικισμού με τις εκφράσεις του τις πιο γελοίες και αποκρουστικές:  η οικειοποίηση ενός παρελθόντος μακρινού και η απόρριψη των άλλων διεκδικητών του, νόμιμων ή όχι. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι σοβαρές επιστημονικές εργασίες δεν μπορούν με βεβαιότητα να υποστηρίξουν τη μια θέση ή την άλλη και οι συγγραφείς τους περιορίζονται σε υποθέσεις περισότερο ή λιγότερο αληθοφανείς. «Η «αρμάνικη εθνική μυθολογία όπως συμβαίνει με όλους τους εθνικισμούς, διατυπώνει μια ενιαία θεωρία καταγωγής» δηλώνει ο Ι.Αβέρωφ. Αλλά τι συμβαίνει με τους άλλους εθνικισμούς, χωρίς αμφιβολία παλαιότερους, των οποίων η οξύτητα στα Βαλκάνια είναι αδιαμφισβήτητη. Πραγματικά, τα επιχείρηματα που διατυπώθηκαν πιο πάνω δικαιολογούν την καταδίκη του βλάχικου εθνκισμού, αλλά ισχύουν και για τους εθνικισμούς που υποστηρίζονται από τα κράτη των Βαλκανίων. Αυτό δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο λόγο του Ι.Αβέρωφ. Χαρακτηρίζει τη βλάχικη προπαγάνδα υποπροϊόν που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της μετακομμουνιστικής εποχής, χωρίς να αναρωτηθεί ποιό είναι το «προϊόν». Το προϊόν όμως έχει όνομα, είναι ο ρουμάνικος, ελληνικός, αλβανικός και σλαβομακεδόνικος εθνικισμός. Δεν θα μπορούσα περισσότερο από τον Ι.Αβέρωφ να αποφανθώ για αυτό που αποκαλεί «βλάχικο εθνικό αίσθημα». Στην πραγματικότητα, αυτό που αντιμετωπίζουμε, στις αρχές αυτού του αιώνα, είναι η δήλωση με τις πιο πολλές και εννίοτε συγκεχυμένες μορφές της ιδιαιτερότητας που συγκαλύφθηκε από τις εθνικές ιδεολογίες που κυριάρχησαν στην περιοχή. «Είστε δικοί μας, αλλά ξεχάστε τις διαφορές σας» λένε επί της ουσίας στους Βλάχους. Aπέναντι σ’αυτή τη γεναιόδωρη αλλά υποθετική προτροπή, η επιλογή είναι περιορισμένη. Η εξέλιξη που διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια είναι αντιφατική και διαφορετική σε κάθε χώρα, αλλά μαρτυρεί την ίδια τάση να εκδηλωθεί μια ιδιαιτερότητα, συχνά αγνοημένη, κρυμμένη, παραποιημένη. Στην Ελλάδα, οι Βλάχοι πέτυχαν να είναι ορατοί και σεβαστοί μέσω ενός πλούσιου πολιτισμικού ακτιβισμού (κυρίως με τα Ανταμώματα των Βλάχων) που συνοδεύεται από την επίμονη υπενθύμιση ότι ανήκουν στο ελληνικό έθνος, ενώ στη Ρουμανία προκάλεσαν έκπληξη, κόβοντας τους δεσμούς με αυτή που κάποτε περνούσε ως η μητέρα πατρίδα τους. Η σημερινή κατάσταση στα Βαλκάνια δε φαίνεται να δικαιολογεί τις ανυσηχίες του Ι.Αβέρωφ που βλέπει στο βλάχικο εθνικισμό ένα παράγοντα «επαύξησης της περιρέουσας ατμόσφαιρας στα Βαλκάνια». Πιο ανησυχητική είναι αντίθετα η προοπτική σκλήρυνσης και μετατροπής της βλάχικης πολιτισμικής αναγέννησης σέ εθνικισμό, αναγκαστικά περιορισμένο: βλάχικο σε κάποιους Βλάχους, ελληνικό, ρουμάνικο, σλαβομακεδόνικο ή αλβανικό σε αυτούς που διαφωνούν μαζί τους. Ποιά είναι σήμερα η πορεία της βλάχικης αναγέννησης; Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Διαφέρει από τη μια χώρα στην άλλη. Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπου το Σύνταγμα παραχωρεί το καθεστώς της εθνικής μειονότητας σε ομάδες μικρότερες από τους Βλάχους, η διαδικασία για να αποκτηθεί αυτό το καθεστώς φαίνεται αναπόφευκτη. Το καθεστώς αυτό έχει αποκτηθεί στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται τώρα στη Ρουμανία, ενώ διαδικασίες αυτού του είδους διατυπώθηκαν πρόσφατα στην Αλβανία, όπου αναγνωρίστηκαν μόνο ως εθνοτική ομάδα . Αντίθετα, θα ήταν μάταιο να αναμένουμε μια τέτοια διαδικασία στην Ελλάδα, της οποίας το Σύνταγμα, αρκετά παλαιότερο, δεν προβλέπει τέτοιο καθεστώς για τις μειονότητες. Μια θετική εξέλιξη σε ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι απόλυτα εφικτή σ’ αυτή τη χώρα. Για παράδειγμα σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, της οποίας το Σύνταγμα δεν προβλέπει ιδιαίτερο καθεστώς για τις μειονότητες και τις γλώσσες τους, οι λεγόμενες «περιφερειακές κουλτούρες», η βάσκικη, η η αλσατική, η βρετόννικη γνώρισαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί εύκολα να επιχειρηθεί στην Ελλάδα, όπως μαρτυρεί η επιτυχία των μουσικών και φολκορικών θεαμάτων και η πληθώρα των μελετών και των ερευνών που αφορούν τους Βλάχους. Αλλά θα έπρεπε για να συντελεσετεί πρόοδος πιο ουσιαστική, να ξεπεράσουμε τα ταμπού που βαραίνουν στις δημόσιες συζητήσεις, να πάψουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία  και την πολιτική ως αποτέλεσμα απόκρυφων συνομωσιών και να βρούμε τρόπους εγκαθίδρυσης  κλίματος χαλαρότητας. Δυστυχώς, ο Ι.Αβέρωφ δεν ασχολείται με αυτό το στόχο.
Τελικά, υιοθετεί τη θέση των Ρουμάνων εθνικιστών  βλάχικης καταγωγής που δηλώνουν ότι οι Βλάχοι που ζουν στη Ρουμανία είναι Ρουμάνοι. Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα οι Βλάχοι είναι Έλληνες, στην Αλβανία Αλβανοί και ούτω καθεξής. Μια πιο ψαγμένη ανάλυση που λαμβάνει υπόψη τις βαλκανικές πραγματικότητες θα μας επέτρεπε να μη μείνουμε μόνο σ’αυτή την προφανή αλήθεια.
 
Νicolas Trifon